- βαρδιάνος
- οαυτός που κάνει βάρδια, ο σκοπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vardiano].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρδιάνος — ο ο φρουρός, ο φύλακας, ο σκοπός: Ήμασταν μαζί βαρδιάνοι χτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
βαρδιάτορας — ο [βάρδια] ο βαρδιάνος … Dictionary of Greek
Λητώα — Ονομασία δύο νησιών κατά την αρχαιότητα. 1. Νησί κοντά στην Κρήτη. Βρίσκεται στον κόλπο της Μεσαράς και πρόκειται πιθανότατα για το σημερινό νησί Παξιμάδια, το οποίο κόπηκε στα δύο ύστερα από διάβρωση του ισθμού του. 2. Μικρό νησί του Ιονίου… … Dictionary of Greek
βαρδιάτορας — ο ο βαρδιάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)